υποκυβερνώ

From LSJ
Revision as of 18:50, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413

Greek Monolingual

-άω, Α κυβερνῶ
(σχετικά με πλοίο) κυβερνώ ως υποπλοίαρχος («τῆς νεὼς ὑποκυβερνᾱν, προκυβερνᾱν ἐπὶ τοῦ πρῳράτου», Πολυδ.).