επικαρπολογώ
From LSJ
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
(Α ἐπικαρπολογοῦμαι, -έομαι)
μαζεύω τους καρπούς που απέμειναν μετά τον θερισμό ή τον τρύγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίκαρπος + -λογώ (< λόγος)].