επικαρπολογώ

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118

Greek Monolingual

(Α ἐπικαρπολογοῦμαι, -έομαι)
μαζεύω τους καρπούς που απέμειναν μετά τον θερισμό ή τον τρύγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίκαρπος + -λογώ (< λόγος)].