Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επίκαρπος

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381

Greek Monolingual

ο (Α ἐπίκαρπος, -ον)
νεοελλ.
ως ουσ. το εξωτερικό περίβλημα του καρπού, η φλούδα
αρχ.
αυτός που καρποφορεί, που βρίσκεται στην εποχή της καρποφορίας.