τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
γυμνοδερκοῦμαι (-έομαι) (Α)εμφανίζομαι γυμνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός + (θ.) δερκ- τοῦ ρ. δέρκομαι «κοιτάζω, βλέπω»].