ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
δερματοφαγῶ (-έω) (Α)
τρώω και το δέρμα του ζώου («ὥστε μὴ κρεοφαγεῖν μόνον, ἀλλὰ καὶ ὀστοφαγεῖν καὶ δερματοφαγεῖν»).