ακμαίος

From LSJ
Revision as of 12:55, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀκμαῖος, -α, -ον)
αυτός που βρίσκεται στην ακμή του, στο υψηλότερο σημείο δύναμης ή ωριμότητας
νεοελλ.
1. εκείνος που ευδοκιμεί και προοδεύει
2. (για καρπούς) ο ώριμος
αρχ.
αυτός που γίνεται ή έρχεται την κατάλληλη στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκμὴ (ἀκμα-ιος > ἀκμαῖος).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακμαιότητα].