κοσμαία
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
κοσμαῖα, τὰ (Α)
τα κοσμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος «κόσμημα, διάκοσμος»].