κοσμαία

From LSJ

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509

Greek Monolingual

κοσμαῖα, τὰ (Α)
τα κοσμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος «κόσμημα, διάκοσμος»].