Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
σηκοφύλαξ: -ακος, ὁ, ὁ φυλάττων τὸν σηκόν, aedituus, Πολυδ. Ἑρμηνεύμ. κ. καθημερ. ὁμιλ. ἔκδ. Roucherie σ. 93.
-ακος, ὁ, Α
φύλακας του σηκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «κυρίως ναός» + φύλαξ.