σηκοφύλαξ

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek (Liddell-Scott)

σηκοφύλαξ: -ακος, ὁ, ὁ φυλάττων τὸν σηκόν, aedituus, Πολυδ. Ἑρμηνεύμ. κ. καθημερ. ὁμιλ. ἔκδ. Roucherie σ. 93.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
φύλακας του σηκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «κυρίως ναός» + φύλαξ.