διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
-α, -ον• Alolema(s): tb. Ἀβάντιος Hdn.Gr.2.222, 370, 465abanteo, abantio, de Abante, de los abantes Hdn.Gr.ll.cc., St.Byz.s.u. Ἀβαντίς.