Ἀδράστειος
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
English (Slater)
̆αδράστειος
1 of Adrastos τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (τὰ Νέμεα· οἱ γὰρ ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας ἀνενεώσαντο τὰ Νέμεα, ὧν εἷς Ἄδραστος. Σ.) (N. 10.28) ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις Σικυῶνος (τὰ Πύθια. Σ.) (I. 4.26)
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): Δράστειος BCH 95.1971.958 (Edesa III d.C.)
1 de Adrasto νόμος Pi.N.10.28, ἄεθλοι Pi.I.3/4.44.
2 epít. de Némesis Adrastea τῇ δραστείῳ Θεᾷ Νεμέσι BCH l.c., cf. Ἀδράστεια.
Russian (Dvoretsky)
Ἀδράστειος: адрастов (νόμος Pind.).