τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
part. ao.2 de λαγχάνω.
λᾰχών: μτχ. αορ. βʹ του λαγχάνω.
λαχών: part. aor. 2 к λαγχάνω.