λαχών

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 de λαγχάνω.

Greek Monotonic

λᾰχών: μτχ. αορ. βʹ του λαγχάνω.

Russian (Dvoretsky)

λαχών: part. aor. 2 к λαγχάνω.