ευερκής

From LSJ
Revision as of 08:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

Greek Monolingual

εὐερκής, -ές (Α)
1. ο περιφραγμένος καλά, με ασφαλή περίβολο («ὑπ᾿ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς», Ομ. Ιλ.)
2. ασφαλής («θύρες δ' εὐερκέες εἰσίν», Ομ. Οδ.)
3. (για δίχτια) αυτός που περιβάλλει, που περικλείει, χωρίς δυνατότητα διαφυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ερκής, τ. στον οποίο απαντά η λ. έρκος «φραγμός» ως β' συνθετικό (πρβλ. αμφ-ερκής, ομο-ερκής)].