Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐερκής

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐερκής Medium diacritics: εὐερκής Low diacritics: ευερκής Capitals: ΕΥΕΡΚΗΣ
Transliteration A: euerkḗs Transliteration B: euerkēs Transliteration C: everkis Beta Code: eu)erkh/s

English (LSJ)

(Cret. οὐερκής Hymn.Curet.10), ές, (ἕρκος)
A well-fenced, well-walled, αὐλή Il.9.472, Od.21.389; οἶκος Pi.Pae.4.45; ἄλσος Id.O.13.109; πόλις A.Supp. 955; ἀκρόπολις J.AJ15.11.4; χώρα εὐ. πρὸς τοὺς πολεμίους Pl.Lg. 760e; ὑποδοχή ib.848e: Sup., εὐερκέσταται πράξεις ὡσανεὶ πόλεις Ph.1.681; secure, θύραι δ' εὐερκέες εἰσί Od.17.267 (v.l. εὐεργέες). Adv. εὐερκῶς Plu.2.503c.
2 girding in, surrounding, of nets, Opp.H. 4.655.

German (Pape)

[Seite 1065] ές, 1) wohl umzäunt, verwahrt, αὐλή Il. 9, 472 Od. 21, 389. 22, 449, θύραι Od. 17, 267; ἄλσος Pind. Ol. 13, 105; πόλις Aesch. Suppl. 933; χώρα Plat. Legg. VI, 760 e; γήλοφος Critia. 113 d; ὑποδοχή Legg. VIII, 848 e, Sp. bes. von wohl befestigten Städten. – 2) wohl umschließend, δίκτυα Opp. H. 4, 655.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien clos, bien fortifié, bien défendu.
Étymologie: εὖ, ἕρκος.

Russian (Dvoretsky)

εὐερκής:
1 хорошо огражденный, защищенный (αὐλή Hom.; ἄλσος Pind.);
2 тщательно огороженный (εὐ. τοῖς φρουροῖς ὑποδοχή Plat.);
3 хорошо укрепленный (πόλις Aesch., Plut.; χώρα πρὸς τοὺς πολεμίους Plat.; λόφος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐερκής: -ές, (ἔρκος) καλῶς πεφραγμένος, ἔχων ἀσφαλῆ περίβολον, ὑπ’ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς Ἰλ. Ι. 472 (468), Ὀδ. Φ. 389, κτλ.· ἐπὶ πόλεων καὶ χωρῶν, ἄλσος Πινδ. Ο. 13. 156· πόλις Αἰσχύλ. Ἱκ. 955· χώρα εὐ. πρὸς τοὺς πολεμίους Πλάτ. Νόμ. 760Ε· ὑποδοχὴ αὐτόθι 848Ε: - ἀσφαλής, θύρες δ’ εὐερκέες εἰσὶν Ὀδ. Ρ. 267 (μετὰ διαφ. γρ. εὐεργέες). 2) περιβάλλων, περικλείων ἐντός, ἐπὶ δικτύων, Ὀππ. Ἁλ. 4. 655. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 503C.

English (Autenrieth)

ές (ἕρκος): well-fenced, well-enclosed; αὐλή, Il. 9.472; θύραι, ‘well hung,’ Od. 17.267 (v.l. εὐεργέες).

English (Slater)

εὐερκής beautifully enclosed Αἰακιδᾶντ' εὐερκὲς ἄλσος (sc. μαρτυρήσει ὅσα ἐνίκησε) (O. 13.109) “ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον εὐερκέα” (P. 4.45)

Greek Monolingual

εὐερκής, -ές (Α)
1. ο περιφραγμένος καλά, με ασφαλή περίβολο («ὑπ᾿ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς», Ομ. Ιλ.)
2. ασφαλής («θύρες δ' εὐερκέες εἰσίν», Ομ. Οδ.)
3. (για δίχτια) αυτός που περιβάλλει, που περικλείει, χωρίς δυνατότητα διαφυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ερκής, τ. στον οποίο απαντά η λ. έρκος «φραγμός» ως β' συνθετικό (πρβλ. αμφερκής, ομοερκής)].

Greek Monotonic

εὐερκής: -ές (ἕρκος),·
I. αυτός που έχει καλή περίφραξη, καλοτοιχισμένος, οχυρός, σε Όμηρ., Αισχύλ.
II. Ενεργ., αυτός που περιφράσσει καλά, αυτός που είναι καλά κλεισμένος, λέγεται για πόρτες, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

εὐ-ερκής, ές ἕρκος
I. well-fenced, well-walled, Hom., Aesch.
II. act. fencing well, well-closed, of doors, Od.