ηλεκτροστατική
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
Greek Monolingual
η
φυσ. βλ. ηλεκτροστατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrostatics < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-) + statics (πρβλ. στατική)].