στατική
From LSJ
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
η, ΝΜΑ
βλ. στατικός.
στᾰτική: ἡ (sc. ἐπιστήμη или τέχνη) статика, учение о весе Plat.
(see also: στατικός) art of weighing