θεοσκεπής

From LSJ
Revision as of 09:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

-ές (Μ θεοσκεπής, -ές)
αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -σκεπής (< σκέπας), πρβλ. ανεμο-σκεπής, α-σκεπής].