στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
-ές (Μ θεοσκεπής, -ές)
αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -σκεπής (< σκέπας), πρβλ. ανεμο-σκεπής, α-σκεπής].