θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ο (Α ἱερογλύφος)αυτός που χαράζει ιερογλυφικά γράμματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. ξυλο-γλύφος, σμιλι-γλύφος].