Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(Α ἱλαρύνω). 1. κάνω κάποιον ιλαρό, φαιδρύνω, χαροποιώ
2. μέσ. ιλαρύνομαι
χαίρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + κατάλ. -ύνω (πρβλ. απαλ-ύνω, φαιδρ-ύνω)].