ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
-ες (ΑΜ ἰλυώδης, -ες)γεμάτος ιλύ, λασπώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. ἰλύς + επίθημα -ώδης (πρβλ. ογκ-ώδης, πο-ώδης)].