θηριοφόνος

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

θηριοφόνος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώνει ή έχει σκοτώσει θηρία
2. κυνηγός θηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -φόνος (< φόνος), πρβλ. δολο-φόνος, ταυρο-φόνος.