καινοφαής
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
καινοφαής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει με καινούργιο φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -φαής (< φάος «φως), πρβλ. λευκο-φαής, χρυσο-φαής].