καράτι

From LSJ
Revision as of 13:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

το
1. μονάδα μέτρησης του βαθμού καθαρότητας των κραμάτων χρυσού, δηλ. της περιεκτικότητας καθαρού χρυσού, με βάση τον απολύτως καθαρό χρυσό, που είναι 24 καρατιών
2. (για πολύτιμους λίθους) μονάδα βάρους ίση με το ένα πέμπτο του γραμμαρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. carato < λατ. carratus < αρχ. ελλ. κεράτ-ιον «κουκούτσι χαρουπιού»].