καλόμοιρος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ καλόμοιρος, -ον)
καλότυχος, ευτυχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακό-μοιρος, μονό-μοιρος].
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
-η, -ο (Μ καλόμοιρος, -ον)
καλότυχος, ευτυχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακό-μοιρος, μονό-μοιρος].