καρδιόξυλο

From LSJ
Revision as of 13:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

το
βοτ.
το εσώτατο ξυλώδες τμήμα του κορμού τών δέντρων, αλλ. εγκάρδιο ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -ξυλο (< ξύλο), πρβλ. σιδερό-ξυλο, σκουπό-ξυλο. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. heartwood].