κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
τοη κάτω πέτρα του μύλου που αλέθει.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -λίθι (< λίθος), πρβλ. απανω-λίθι, ξερο-λίθι].