κατωλίθι

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

το
η κάτω πέτρα του μύλου που αλέθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -λίθι (< λίθος), πρβλ. απανωλίθι, ξερολίθι].