κητόσπερμα
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
Greek Monolingual
το
χημ. ένα από τα συστατικά του ρευστού λίπους που βρίσκεται στις εγκεφαλικές κοιλότητες ορισμένων θαλάσσιων κητών, και κυρίως του φυσητήρα, και το οποίο χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και την αρωματοποιία, καθώς και για την κατασκευή κεριών πολυτελείας, σπερματσέτων, αλλ. κήτειο σπέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + σπέρμα. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sperm oil].