κερματοδέσμη

From LSJ
Revision as of 13:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek Monolingual

η
δεσμίδα σιδερένιων τεμαχίων την οποία χρησιμοποιούσαν ως βλήμα τών παλαιών πυροβόλων, αλλ. κερματοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα, -τος + δέσμη. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. paquet amitrailles. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].