κερματοθήκη
From LSJ
η
βλήμα τών παλαιών πυροβόλων κατασκευασμένο από μια μετάλλινη θήκη στην οποία ήταν τοποθετημένα σιδερένια τεμάχια, αλλ. κερματοδέσμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα, -τος + θήκη. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. boĩte amitrailles. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].