κερματοθήκη

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

Greek Monolingual

η
βλήμα τών παλαιών πυροβόλων κατασκευασμένο από μια μετάλλινη θήκη στην οποία ήταν τοποθετημένα σιδερένια τεμάχια, αλλ. κερματοδέσμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα, -τος + θήκη. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. boĩte amitrailles. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].