αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
η
1. μεγάλο κλουβί
2. (κατ' επέκτ.) φυλακή
3. μεγάλο όχημα που χρησιμοποιεί η αστυνομία για τη μεταφορά συλληφθέντων ή κρατουμένων («χτες το βράδι έβαλαν στην κλούβα όσους νεαρούς βρήκαν στην πλατεία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλουβί + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α, χέρ-α)].