κοραλλιόριζα
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
Greek Monolingual
και κοραλλόριζα, η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων φυτών, που είναι σαπρόφυτα με υποκίτρινο βλαστό, απαντούν στα δάση πάνω στις ρίζες της οξιάς ή σε ξερά φύλλα και ανήκουν στην οικογένεια ορχιδίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coralliorhiza < corallio- (πρβλ. κοράλλιο) + -rhiza (πρβλ. ρίζα)].