κουτσαμάρα

From LSJ
Revision as of 13:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

η
το να είναι κάποιος κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κούτσαμα + -αμάρα (πρβλ. βουβ-αμάρα, κουτ-αμάρα)].