κοντόπαχος

From LSJ
Revision as of 13:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

-η, -ο
παχύς και συγχρόνως κοντός στο ανάστημα, κοντόχοντρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ό)- + -παχος < παχύς), πρβλ. ά-παχος, τετρά-παχος].