κρέμβαλον

From LSJ
Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

κρέμβαλον, τὸ (Α)
συν. στον πληθ. τὰ κρέμβαλα
κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό του χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. kre-b- της ΙΕ ρίζας ker-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, από τον οποίο σχηματίστηκε με ανάπτυξη έρρινου στοιχείου (n), το οποίο λόγω του χειλικού (-b-μπ) ετράπη αφομοιωτικά σε -μ- (έτσι: κρεβ- > κρε-μ-β-)
για το επίθημα -αλον του τ. πρβλ. κρότ-αλον, ρόπ-αλον].

Russian (Dvoretsky)

κρέμβᾰλον: τό погремушка, кастаньеты HH.