κρέμβαλον
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
Greek Monolingual
κρέμβαλον, τὸ (Α)
συν. στον πληθ. τὰ κρέμβαλα
κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό του χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. kre-b- της ΙΕ ρίζας ker-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, από τον οποίο σχηματίστηκε με ανάπτυξη έρρινου στοιχείου (n), το οποίο λόγω του χειλικού (-b-μπ) ετράπη αφομοιωτικά σε -μ- (έτσι: κρεβ- > κρε-μ-β-)
για το επίθημα -αλον του τ. πρβλ. κρόταλον, ρόπαλον].
Russian (Dvoretsky)
κρέμβᾰλον: τό погремушка, кастаньеты HH.