λάξαι
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
λάξαι: «λακτίσαι» Ἡσύχ. ― λάξεσθαι· «κληρώσεσθαι» ὁ αὐτ.
λάξαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λακτίσαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαξ- (πρβλ. λαξ). Ο τ. συνδέεται με το λακτίζω.