λογάριθμος
From LSJ
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
Greek Monolingual
ο
μαθ. ο εκθέτης ή η δύναμη στην οποία πρέπει να υψωθεί μια βάση για να προκύψει ένας δοσμένος αριθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. logarithme < νεολατ. logarithmus < log- (< λογο-) + -arithmus (< αριθμός). Τη λ. έπλασε ο Neper (1614). Η λ. μαρτυρείται από το 1783 στον Γ. Βεντότη].