εκθέτης
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
ο (θηλ. εκθέτις και εκθέτρια) (Α ἐκθέτης)
νεοελλ.
1. αυτός που συμμετέχει με εκθέματα σε εμπορική, καλλιτεχνική κ.λπ. έκθεση
2. μαθ. ο αριθμός που καθορίζει τη δύναμη στην οποία υψώνεται μια ποσότητα
αρχ.
εξώστης, μπαλκόνι.