μαλβώδη

From LSJ
Revision as of 14:51, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, με 9 οικογένειες και 3.000 περίπου είδη, που απαντούν σε ολόκληρη τη Γη, εκτός της Αρκτικής, αλλ. μαλαχώδη ή στυλοφόρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. αγγλ. malvales < νεολατ. malvales].