μεσοκλινής

From LSJ
Revision as of 15:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

Greek Monolingual

-ές
(για εδάφη ή οδοστρώματα) αυτός που παρουσιάζει κλίση από τα άκρα προς το μέσο, σε αντιδιαστολή προς τον αμφικλινή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. αμφι-κλινής, επι-κλινής].