ηδύφωνος
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
Greek Monolingual
ἡδύφωνος, δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος.
επίρρ...
ἡδυφώνως (Μ)
με γλυκιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρόφωνος, λιγόφωνος, ομόφωνος κ.ά.].