κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
ἡμίπυρος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ, ο εν μέρει, ο ατελώς πύρινος («ἡμίπυρος σελήνη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πυρος (< πυρ), πρβλ. διάπυρος, ολόπυρος].