κοιλόπονος
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
ο
1. ο πόνος της κοιλιάς, ο πονόκοιλος
2. κολικός, κολικόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ-ιά + πόνος (πρβλ. κεφαλόπονος, στομαχόπονος)].