εορτολόγιο
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
Greek Monolingual
το (Μ ἑορτολόγιον)
λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τον κατάλογο τών εορτών της εκκλησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εορτή + -λόγιον (πρβλ. δειγματολόγιον, υβρεολόγιον)].