θερμοκέφαλος
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
-η, -ο
ο ευέξαπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -κεφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ευκέφαλος, πολυκέφαλος. Η λ. μαρτυρείται στον Ιω. Καρασούτσα].