ευέξαπτος

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐέξαπτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που εξάπτεται εύκολα, ο ευερέθιστος, ο οξύθυμος
μσν.-αρχ.
αυτός που παίρνει εύκολα φωτιά, ο εύφλεκτος («πᾶν τὸ ὑλικόν... εὐέξαπτον εἶναι», Μ. Αυρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εξ-απτος (< εξ-άπτω), πρβλ. δυσ-έξ-απτος].