κρεμμυδοφάγος
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που τρώγει πολλά κρεμμύδια
2. το έντομο κρομμυδοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι + -φάγος (< θ. -φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω), πρβλ. ανθρωποφάγος, χορτοφάγος.